αργκό

αργκό
το ακλ. воровское арго, воровской жаргон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αργκό" в других словарях:

  • αργκό — η ιδιαίτερη γλώσσα ορισμένων κοινωνικών ομάδων ή επαγγελμάτων στη Γαλλία: Του μιλούσε στην αργκό του επαγγέλματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργκό — (argot). Όρος, προβηγκιανής πιθανώς προέλευσης, ο οποίος υποδηλώνει τη συμβατική και συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν άτομα ορισμένων κοινωνικών ομάδων για να μη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους. Η α. έχει αμυντικό χαρακτήρα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • καμπούνι — το 1. ναυτ. υπόστεγο στην πρώρα πλοίου 2. συνεκδ. οι άνδρες τού πληρώματος που μένουν στο καμπούνι 3. φρ. («η γλώσσα τού καμπουνιού» η ιδιωματική γλώσσα, η αργκό τών ναυτικών …   Dictionary of Greek

  • λεξιλόγιο — Το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, οι νεολογισμοί, οι διάλεκτοι, η αργκό, η ορολογία της κλπ. Ο όγκος και η σύνθεση ενός λ. εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και την ικανότητα εξέλιξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των φορέων της.… …   Dictionary of Greek

  • μπαζούκας — το εκτοξευτής βλημάτων για την καταστροφή αρμάτων μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλοαμερικ. bazooka (αρχικά δήλωνε μουσικό όργανο κατασκευασμένο από σωλήνες και ένα χωνί και πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Β. Burns, Αμερικανό κωμικό), πιθ. < bazoo, λ.… …   Dictionary of Greek

  • μπόμπα — η 1. βόμβα. 2. μεταλλική φιάλη για αέριο 3. μτφ. καθετί που συμβαίνει ή ακούγεται εντελώς ξαφνικά («έσκασε η μπόμπα») 4. (στην αργκό) α) κακής ποιότητας αλκοολούχο ποτό β) καθετί πολύ ωραίο 5. ειρων. άτομο, ιδίως γυναίκα, πολύ παχύσαρκο και… …   Dictionary of Greek

  • παπάρι — το (στην αργκό) 1. η βάλανος τού πέους και κατ επέκτ. το πέος 2. συν. στον πληθ. τα παπάρια οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ.] …   Dictionary of Greek

  • Ζεβακό, Μισέλ — (Michel Zevaco, 1860 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Έγραψε περιπετειώδη μυθιστορήματα, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία ενθουσιάζοντας το κοινό με τις περιπέτειες των ρομαντικών ιπποτών ηρώων τους. Σπουδαιότερα από αυτά είναι τα: Βοργίες (1906),… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»